- τρισπερίοδος
- ὁ, Ααυτός που έχει αναδειχθεί σε τρεις περιόδους κήρυκας στην Ολυμπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι-* + περίοδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek